σκηκός

σκηκός
σκηκός· πόας εἶδος καὶ ζῴου, Hsch. (v. σκίγκος). [full] σκῆλαι,
A v. σκέλλω. [full] σκήλημα, v. σκλῆμα. [full] σκῆν· ὅ τινες μὲν ψυχήν, τινὲς δὲ φάλαιναν, Hsch.; i.e.
A butterfly or moth.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • σκηκός — Α (κατά τον Ησύχ.) «πόας εἶδος καὶ ζῴου». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται πιθ. με τους τ. σκίγγος* / σκίγκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”